- σκυθρωπότης
- σκυθρωπότηςsullennessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυθρωπότητα — σκυθρωπότης sullenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητι — σκυθρωπότης sullenness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητος — σκυθρωπότης sullenness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα … Dictionary of Greek